ομίχλη

ομίχλη
Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με διάμετρο που κυμαίνεται από λίγα μικρά έως μερικά εκατοστά του χιλιοστού) που σχηματίζονται όταν οι υδρατμοί συμπυκνώνονται σε μικρή απόσταση από τη γήινη επιφάνεια: αυτό συμβαίνει γενικά όταν ο αέρας έχει ισχυρή σχετική υγρασία (κανονικά άνω του 97%), η οποία, όταν υπάρχουν πυρήνες συμπύκνωσης (ιόντα, κονιορτός κλπ.), συμπυκνώνεται εξαιτίας ψύξης ή ταχείας εξάτμισης της υποκείμενης επιφάνειας. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν ένα ψυχρό ρεύμα αέρα περνά πάνω από μία θερμότερη υδάτινη επιφάνεια (θάλασσα, λίμνη, ποταμός, λιβάδι, ορυζώνας), ή, αντίστροφα, όταν ένα θερμό ρεύμα αέρα κινείται πάνω από μια υγρή και ψυχρή επιφάνεια (π.χ. ωκεάνια ύδατα). Χαρακτηριστικές είναι οι ο. που σχηματίζονται πάνω από άνυδρες περιοχές λόγω νυκτερινής ακτινοβολίας και οι οποίες εξαφανίζονται σταδιακά μετά την αυγή εξαιτίας της ηλιακής δράσης, όπως επίσης οι ο. των βιομηχανικών περιοχών, των οποίων η γένεση ευνοείται από την παρουσία ενός πλούσιου κονιορτού και παντοειδών προϊόντων καύσεων, που προσδίδουν στις ο. αυτές έναν χαρακτήρα στασιμότητας, υπό κανονικές συνθήκες η ο. είναι ασταθής: αρκεί μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά μερικούς βαθμούς ή η παρέμβαση ενός κατάλληλου ρεύματος αέρα για να τη διαλύσει. Χαρακτηριστικό των ο. είναι επίσης ότι έχουν την τάση να εγκαθίστανται στις υφέσεις. Συμβατικά, λέμε ότι υπάρχει ο. όταν η ορατότητα περιορίζεται μέχρι τα 1000 μ., ενώ όταν φτάνει σε 1-2 χλμ., λέμε ότι υπάρχει αχλύς ή αραιή ο.· αν όμως η ορατότητα περιορίζεται κάτω από τα 200 μ. η ο. χαρακτηρίζεται ως πυκνή. Όταν υπάρχει ο. και η θερμοκρασία του αέρα κατεβαίνει σημαντικά, οι επιφάνειες που εφάπτονται με την ομιχλώδη μάζα (φυτά, κτίρια, έδαφος) μπορεί να καλυφθούν από επιμήκεις παγοκρυστάλλους μήκους ακόμα και μερικών εκατοστών οπότε δημιουργείται πάχνη. Η ο. αποτελεί συχνά σοβαρότατο εμπόδιο για τις χερσαίες, θαλάσσιες και αεροπορικές συγκοινωνίες, το οποίο δεν εξαλείφεται απόλυτα με τη χρήση σύγχρονων μέσων (λάμπες ιωδίου, ραντάρ κλπ.)· απλώς λιγοστεύουν οι κίνδυνοι, αλλά ευτυχώς η ο. μόνο σε ορισμένες εποχές είναι επικίνδυνη. Και για την υγεία έχει σημασία η ομίχλη: εκτός από τη φυσιολογική επίδραση της υγρασίας, η οποία περιορίζει την αναπνοή, η ο. μπορεί να γίνει επιβλαβής για τη ζωή του ανθρώπου όταν συνδυάζεται με τη ρύπανση της ατμόσφαιρας, κυρίως στις βιομηχανικές περιοχές, όταν περιέχει χημικές και δηλητηριώδεις ουσίες των οποίων είναι φορέας. Αυτή είναι η περίπτωση του smog, η ονομασία του οποίου προέρχεται από τις αγγλικές λέξεις smoke (καπνός) και fog (ομίχλη). Βλ. λ. αιθαλομίχλη. Ομίχλη στο στάδιο του σχηματισμού της. Η ομίχλη που διαφέρει από τα νέφη μόνο κατά το ότι επικάθεται στο έδαφος, σχηματίζεται όταν υπάρχει υψηλή σχετικά υγρασία στον αέρα και συγχρόνως ψύξη στην υποκείμενη γήινη ή ταχεία εξάτμιση αν πρόκειται για υδάτινη επιφάνεια. Ομίχλη στην Ισπανία.
* * *
η (ΑΜ ὀμίχλη και ὁμίχλη, Α δωρ. τ. ὁμίχλα)
1. ύπαρξη νέφους με μικρά υδροσταγονίδια κοντά στην επιφάνεια τού εδάφους και πυκνότητα τέτοια ώστε η ορατότητα σε οριζόντια διεύθυνση να είναι μικρότερη από 1.000 μέτρα, αντάρα, καταχνιά
2. (κατ' επέκτ.) σκοτάδι, σκοτεινιά (α. «εις την ομίχλην τού θανάτου», Κάλβ.
β. «κατὰ νυκτὸς ὀμίχλην», Ανθ. Παλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «ομίχλη αναστροφής»
(μετεωρ.) ομίχλη που προκαλείται από νέφος τύπου στρώματος παγιδευμένο κάτω από τη βάση μιας θερμοκρασιακής αναστροφής
β) «σήματα ομίχλης»
ναυτ. ειδικά ηχητικά ή φωτεινά σήματα που εκπέμπονται από φάρους, σημαντήρες ή πλοία όταν επικρατούν συνθήκες ομίχλης
αρχ.
1. θόλωση τών οφθαλμών, θολούρα («ὄσσοις ὀμίχλα προσῇξε πλήρης δακρύων», Αισχύλ.)
2. αχνός που αναδίδεται από διάφορα θυμιάματα τα οποία καίγονται ή από διάφορα είδη που μαγειρεύονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *meiğh- «σκοτεινιάζω, σύννεφο, ομίχλη», με προθεματικό φωνήεν - και επίθημα *-lā (για το επίθημα με -λ
βλ. λ. νεφέλη), και αντιστοιχεί με λιθουαν. migla, αρχ. σλαβ. mĭgla. Στην ίδια ρίζα, εξάλλου, ανάγονται και τα: αρχ. ινδ. negha- «σύννεφο», mih- «ομίχλη, καταχνιά», αβεστ. maēya- «σύννεφο», αρμ. mēg «ομίχλη, καταχνιά». Τέλος, ο τ. ὁμίχλη με δασεία είναι εσφ.
ΠΑΡ. ομιχλώδης
αρχ.
ομιχλαίνω, ομιχλήεις, ομιχλούμαι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ομιχλοειδής
νεοελλ.
ομιχλόκερας
(Β' συνθετικό) αρχ. ανόμιχλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀμίχλη — ὁμίχλη fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμίχλῃ — ὁμίχλη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμίχλη — fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμίχλῃ — ὁμίχλη fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομίχλη — η 1. σύννεφο από υδρατμούς πάνω στη γη, αλλ. αντάρα: Όλη τη μέρα δεσηκώθηκε η ομίχλη. 2. φρ., «ξηρή ομίχλη», μετεωρολογικό φαινόμενο που σαν λευκό πέπλο σκεπάζει έναν τόπο, αχλύδα, θολούρα, καταχνιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀμίχλαι — ὁμίχλη fem nom/voc pl (epic ionic) ὀμίχλᾱͅ , ὁμίχλη fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμίχλαι — ὁμίχλη fem nom/voc pl (doric) ὁμίχλᾱͅ , ὁμίχλη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμίχληι — ὁμίχλῃ , ὁμίχλη fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμίχλαις — ὁμίχλη fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμίχλην — ὁμίχλη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”